ημιόνιον

ημιόνιον
ἡμιόνιον, τὸ (Α) [ημίονος)
1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους
2. (υποκορ. τού ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιόνιον — milt wort neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονίοις — ἡμιόνιον milt wort neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονίου — ἡμιόνιον milt wort neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ՋՐԱԲԱԲ — ( ) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՋՐԱԲԱԲ կամ ՋՐԱԲԱԲՈՅ. որ եւ բաղբաք. Բանջար ինչ, կարծեցեալ յոմանց՝ Ջրկոտիմ. ... եւ յայլոց՝ Սամիթ. կամ Տուղտ, կամ մոլոշ. *Սպեթլոն. բաղբաք, որ է ջրաբաբոյ, կամ ջրաբաբ, որ յաղբեր լինի. Գաղիան. իսկ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”